- ιμαντοκίνητος
- bağlantı kayışlı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ιμαντοκίνητος — η, ο (για μηχανές) αυτός που κινείται με ιμάντα ο οποίος ενώνει τους τροχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. belt driven. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ιμαντοκίνητος — η, ο (για μηχανές), που κινείται με ιμάντα ο οποίος ενώνει δύο τροχούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)